- Αὐσόνιοι
- ΑὐσόνιοιItalymasc nom/voc plΑὐσόνιοςItalymasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αὐσονίοις — Αὐσόνιοι Italy masc dat pl Αὐσόνιος Italy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐσονίοισι — Αὐσόνιοι Italy masc dat pl (epic ionic aeolic) Αὐσόνιος Italy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐσονίοισιν — Αὐσόνιοι Italy masc dat pl (epic ionic aeolic) Αὐσόνιος Italy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐσονίους — Αὐσόνιοι Italy masc acc pl Αὐσόνιος Italy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐσονίων — Αὐσόνιοι Italy masc gen pl Αὐσόνιος Italy fem gen pl Αὐσόνιος Italy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυσόνιος — αὐσόνιος, α, ον (AM) (μσν. και αὐσονικός, ή, όν) 1. αυτός που κατοικεί στην Αυσονία ή προέρχεται απ αυτήν, ιταλικός 2. το αρσ. ως ουσ. οἱ Αὐσόνιοι οι Ιταλοί … Dictionary of Greek